- διαγρυπνητής
- διαγρυπν-ητής, οῦ, ὁ,A one who lies awake, Sch.Ar.Eq.277.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαγρυπνηταῖς — διαγρυπνητής one who lies awake masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)